- ἀπορρίψιμος
- ἀπο-ρρίψιμος, ον,A that should be thrown away, Artem.5.85.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απορρίψιμος — η, ο (Α ἀπορρίψιμος, ον) αυτός που μπορεί ή πρέπει να απορριφθεί … Dictionary of Greek
απορρίψιμος — η, ο αυτός που πρέπει να απορριφτεί: Ο μαθητής αυτός αναμφισβήτητα είναι απορρίψιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπορρίψιμον — ἀπορρίψιμος that should be thrown away masc/fem acc sg ἀπορρίψιμος that should be thrown away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)